ράκετ

ράκετ
το, Ν
άκλ. πνευστό όργανο με διπλό γλωσσίδι τού 16ου και 17ου αιώνα, που αποτελούνταν από έναν μικρό κύλινδρο από ξύλο ή ελεφαντοστόν που περιείχε 6 εξαιρετικά στενούς σωλήνες οι οποίοι συνδέονταν στη σειρά και ο τελευταίος εξείχε από την κορυφή τού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Rackett / Rankett < ρ. ranken «περιελίσσομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”